Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυστυχής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυστυχής -ής -ές [δistixís] Ε10 : (για πρόσ.) δυστυχισμένος1. ANT ευτυχής: Yπήρξε ~ σε όλη του τη ζωή. Aχ, τι έπαθε ο ~! Δυστυχέστερη μητέρα από αυτή δεν έχω γνωρίσει. || (ως ουσ.) ο δυστυχής. δυστυχώς* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. δυστυχής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες