Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσβάστακτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δυσβάστακτος, επίθ.
  • Που δύσκολα τον υπομένει κάπ., αφόρητος, ανυπόφορος:
    • δυσβάστακτη … κρυάδα (Ρωσσέρ. 70).

[μτγν. επίθ. δυσβάστακτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσβάστακτος -η -ο [δizvástaktos] & δυσβάσταχτος -η -ο [δizvástaxtos] Ε5 : που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον βαστάξει, να τον υποφέρει. 1. για κτ. που σχεδόν ξεπερνάει την ψυχική ή σωματική αντοχή κάποιου: ~ πόνος. Bλέπει τη ζωή του σαν ένα δυσβάστακτο φορτίο. 2. για οικονομική επιβάρυνση δυσανάλογα μεγάλη προς τις δυνατότητες κάποιου: Δυσβάστακτοι φόροι. δυσβάστακτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. δυσβάστακτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες