Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δυναστικός, επίθ.· αδυναστικός.
-
- Βίαιος, καταναγκαστικός:
- Περί εκείνου οπού ταπεινώσει παρθένον … κάντε με το θέλημαν αυτής κάντε δυναστικού τρόπου (Ασσίζ. 1223).
[αρχ. επίθ. δυναστικός. Η λ. και σήμ.]
- Βίαιος, καταναγκαστικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυναστικός -ή -ό [δinastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δυναστεία ή με το δυνάστη: Δυναστικοί πόλεμοι.
[λόγ. < γαλλ. dynastique (στη νέα σημ.) < αρχ. δυναστικός `χαρακτηριστικός του δυνάστη, αυθαίρετος΄]