Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δρόσος η [δrósos] Ο35 : (μετεωρ.) φαινόμενο κατά το οποίο σταγονίδια νερού, που προέρχονται από τη συμπύκνωση των υδρατμών του αέρα, πέφτουν στη χλόη, στα φύλλα ή και σε αντικείμενα που ψύχονται εξαιτίας της ακτινοβολίας της θερμότητας κατά τις νυχτερινές ώρες: H πρωινή ~. || (ειδικότ.) τα σταγονίδια του νερού.
[λόγ. < αρχ. δρόσος]
[Λεξικό Κριαρά]
- δρόσος (I) ο· δροσός.
-
- 1) Δροσιά:
- του ζέφυρου ο δρόσος (Θησ. Ε´ [993]).
- 2) Αυτό που προκαλεί δροσιά, το δρόσισμα:
- γέμει (ενν. το κρασί) την γλυκύτητα, τον δρόσον του λαιμού μου (Κρασοπ. AO 52).
[αρχ. ουσ. δρόσος η με αλλαγή γένους. Η λ. και ο τ. σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Andr.)]
- 1) Δροσιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- δρόσος (II) το.
-
- 1)
- α) Δροσιά:
- το δρόσος τ’ ουρανού (Απόκοπ. 112)·
- β) δροσιά, βροχή:
- με το δρόσος (ενν. θεά μου) εις την γην τόσα καλά μας φέρνεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ 322).
- α) Δροσιά:
- 2) (Μεταφ.)
- α) χαρά, ευχαρίστηση, απόλαυση:
- Πρόβαλε, κορασίδα μου, … να δώσεις … δρόσος στην καρδιά μου (Κατζ. Β´ 158)·
- β) ανακούφιση:
- Εκεί ’βρισκεν ανάπαψη και δρόσος του κορμιού της (Ερωτόκρ. Β´ 563)·
- γ) (προκ. για την Παναγία):
- (Δεφ., Λόγ. 755).
- α) χαρά, ευχαρίστηση, απόλαυση:
- 3) Προκ. για το σάλιο:
- τα δρόση του στομάτου του (Βεντράμ., Γυν. 132).
- 4) Αγιασμός, αγιασμένο νερό:
- να εβγάλουν τον φανερωμένον σταυρόν … και να ποίσουν δρόσος να τον βουτήσουν (Μαχ. 729).
[αρχ. ουσ. δρόσος η με αλλαγή γένους. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσοσταλιά η [δrosostalá] Ο24 : μικρή σταγόνα δροσιάς· δροσοσταλίδα.
[δροσο- + σταλιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δροσοσταλίδα η [δrosostalíδa] Ο26 : μικρή σταγόνα δροσιάς· δροσοσταλιά.
[δροσο- + σταλίδα < στάλ(α) -ίδα]