Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δραξ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δραξ η· δράκα.
  • Ποσότητα ίση με μια χούφτα:
    • Αλεύριν δράκαν (Ιατροσόφ. 8813
    • (σε παροιμ. χρ.):
      • πνιγόμενος εις ύδωρ δράκα μίαν (Γλυκά, Αναγ. 30).

[μτγν. ουσ. δραξ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δράξιμον το.
  • Αρπαγή:
    • παραπτώματα ως γιον φόνον, κλεψία, δράξιμον (Ασσίζ. 3513).

[<αόρ. του δράσσω + κατάλ. ιμον. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες