Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δραγατεύω· δεργατεύω.
-
- Είμαι δραγάτης, αμπελοφύλακας· φυλάγω αμπέλι:
- βλαστολογήσει το (ενν. το αμπέλι) καλά και δραγατεύσει τούτο (Καλλίμ. 2459).
[<ουσ. δραγάτης + κατάλ. ‑εύω. Η λ. σε επιγρ. (L‑S) και στο Meursius (‑ειν)]
- Είμαι δραγάτης, αμπελοφύλακας· φυλάγω αμπέλι: