Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοξάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοξάζω [δoksázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. κάνω κπ. ή κτ. ένδοξο, συντελώ στη δημιουργία ή στη διάδοση της πολύ καλής φήμης του: Λαμπροί επιστήμονες και καλλιτέχνες δόξασαν την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ο M. Aλέξανδρος δοξάστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. β. (μππ.) β1. που έχει αποκτήσει δόξα με τις σπουδαίες πράξεις του, συνήθ. στον πολεμικό τομέα: Δοξασμένος στρατηγός, ένδοξος. Δοξασμένα παλικάρια. β2. για κτ. που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη από τις σπουδαίες πράξεις που έγιναν σ΄ αυτό (τοπικά ή χρονικά): Tα δοξασμένα ελληνικά βουνά. Tα δοξασμένα χρόνια του 1821. 2. με εγκωμιαστικούς λόγους ή ύμνους τιμώ κπ. ή του εκφράζω τις ευχαριστίες μου, κυρίως το Θεό: Aς είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού. Nα δοξάζουμε το Θεό που μας δίνει υγεία.

[αρχ. δοξάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
δοξάζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Εξυμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω, τιμώ κάπ. ή κ.:
        • (Θησ. Β´ [754]), (Λίβ. Sc. 2062
        • μηδέν εντρέπεται το ψέμα να δοξάζει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 391
      • β) κάνω κάπ. να αποκτήσει δόξα, τιμή:
        • τ’ όνομά μου δόξασέ το (Πτωχολ. α 920· Βίος Αλ. 4115).
    • 2)
      • α) (Προκ. για το Θεό, την Παναγία, τους αγίους, κλπ.) υμνώ, δοξολογώ:
        • (Διγ. Άνδρ. 40138), (Λεηλ. παροικ. 467
      • β) (προκ. για τον έρωτα):
        • (Φαλιέρ., Ιστ. 205).
    • 3) Τιμώ· γιορτάζω:
      • η Ανατολή δοξάζει την Ασωμάτων σύναξιν (Λίμπον. 491).
  • II. (Μέσ.) προσκυνώ· τιμώ:
    • ο Σολομών γελάστη, διατί την πόρτα μπαίνοντας τα είδωλα δοξάστη (Δεφ., Λόγ. 698).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ξακουσμένος:
    • κεφάλι δοξασμένο (Λίμπον. 433
    • Τροίαν την δοξασμένην (Ερμον. Θ 263).

[αρχ. δοξάζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες