Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διόλου [δiólu & δjólu] επίρρ. ποσ. : πάντα σε αρνητική πρόταση· δηλώνει απόλυτη άρνηση ή έλλειψη· καθόλου: ~ δεν ξεκουράστηκα αυτές τις μέρες. Δεν είναι ~ αργά. Δεν έχω ~ λεφτά / καιρό / διάθεση. Δεν ήταν ~ πρόθυμος να βοηθήσει. ~ δε με νοιάζει. Δεν ξέρει ~ ελληνικά.
[λόγ. < μσν. διόλου `καθόλου΄, επιτατ. της άρν. διόλου οὐκ με παράλ. του οὐκ, αρχ. διόλου `εντελώς΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- διόλου, επίρρ.
-
- 1)
- α) (Με άρν.) καθόλου:
- Εκείνος … διόλου ουκ εφαίνετο εκ της ιππηλασίας (Βέλθ. 88)·
- β) (επιτ. με το επίρρ. όλως) ολότελα:
- δούλοι σου είμεστε πιστοί ημείς όλως διόλου (Ιστ. Βλαχ. 880).
- α) (Με άρν.) καθόλου:
- 2) (Προκ. για χρόνο) πάντοτε:
- είχον και γαρ προφήτας διόλου (Ψευδο-Σφρ. 51617).
[αρχ. επίρρ. διόλου. Η λ. και σήμ.]
- 1)