Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διερώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερωτώμαι [δierotóme] Ρ11 : διατυπώνω ερωτήματα, απορίες, στον ίδιο τον εαυτό μου· αναρωτιέμαι: ~, αν υπάρχει λύση σε αυτά τα προβλήματα. Δε διερωτήθηκες ποτέ, γιατί είναι τόσο πρόθυμος να μας βοηθήσει;

[λόγ. αυτοπ. < αρχ. διερωτῶ `ρωτώ συνεχώς΄ σημδ. γαλλ. s΄interroger]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες