Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διατείχισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διατείχισμα το [δiatíxizma] Ο49 : εγκάρσιος τοίχος σε τάφρους, για να συγκρατεί τα νερά της βροχής.

[λόγ. < αρχ. διατείχισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες