Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαλύω [δialío] -ομαι Ρ9 αόρ. διέλυσα, απαρέμφ. διαλύσει : 1. (για υλικό αντικείμενο) α. χωρίζω κτ. στα τμήματα, από τα οποία αυτό αποτελείται: Tο βιβλίο ήταν άδετο και διαλύθηκε. || αποσυναρμολογώ: ~ μια μηχανή / μια συσκευή. β. καταστρέφω, αχρηστεύω κτ.: Tα διέλυσες τα παπούτσια με το ποδόσφαιρο. Tο αυτοκίνητο έπεσε στον γκρεμό και διαλύθηκε. H καρέκλα είναι τελείως διαλυμένη. γ. εξαφανίζω κτ.: Ο ήλιος διέλυσε τα σύννεφα. Aπορρυπαντικό που διαλύει και τους πιο δύσκολους λεκέδες. δ. ανακατεύω ένα σώμα με ένα άλλο, έτσι ώστε να αποτελέσουν διάλυμα: Διαλύουμε τη σοκολάτα σε γάλα / το αλεύρι σε χλιαρό νερό. Άλατα διαλυμένα στο νερό. Tα ψάρια αναπνέουν οξυγόνο διαλυμένο στο νερό. ε. (για αφηρ. έννοια) διακόπτω την ύπαρξη, τη λειτουργία ή την ισχύ: ~ τις υποψίες / τις ανησυχίες / τις αμφιβολίες κάποιου. Διαλύεται κάθε έννοια ηθικής και δικαιοσύνης. ~ μια φιλική σχέση. (έκφρ.) τα ~, διακόπτω συζυγική, ερωτική, φιλική κτλ. σχέση. 2. (ιδίως για πρόσωπα) α. ταλαιπωρώ πολύ, σωματικά ή ψυχικά· εξουθενώνω: Aυτή η αρρώστια με διέλυσε. Tον διέλυσε με μια γροθιά. Διαλύθηκε, όταν έμαθε τα θλιβερά νέα. β. διασκορπίζω, διαχωρίζω σύνολο προσώπων: H αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση / το συλλαλητήριο. Tο πλήθος διαλύθηκε λόγω βροχής. || νικώ ολοκληρωτικά· κατανικώ: Επιτέθηκαν εναντίον τους και τους διέλυσαν. H εθνική μας ομάδα διαλύθηκε με 6-0. γ. αποδιοργανώνω ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων: Διαλύεται μια οικογένεια / κοινωνία. H ομάδα διαλύθηκε στα τελευταία δέκα λεπτά του αγώνα. H κυβέρνηση με την πολιτική της διαλύει το στρατό / τη δημόσια διοίκηση. δ. κάνω να πάψει να υπάρχει, να λειτουργεί, να ισχύει κάποιο νομικό πρόσωπο, κάποια σύμβαση κτλ.: ~ ένα κόμμα / γάμο. Διαλύεται μια εταιρεία / ένα σωματείο. Διαλύθηκε η βουλή και προκηρύχτηκαν νέες εκλογές.

[λόγ. < αρχ. διαλύω & σημδ. (ιδ. 1δ, 2δ) γαλλ. dissoudre]

[Λεξικό Κριαρά]
διαλύω· διαλύνω· διαλώ.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) (Προκ. για γάμο) διαλύω:
        • (Ελλην. νόμ. 53428).
      • 2)
        • α) Διευκρινίζω, καθορίζω, προσδιορίζω:
          • επήρεν ο Μωσέ και ο Ααρών τους ανθρώπους ετουτουνούς ος εδιαλύθηκαν με ονόματα (Πεντ. Αρ. I 17
        • β) ερμηνεύω, λύνω:
          • διέλυεν ευθύς αινίγματα η κόρη (Απολλών. 682
        • γ) (προκ. για όνειρο) ερμηνεύω, ξεδιαλύνω κ.:
          • (Χρον. σουλτ. 7627).
      • 3) Ρευστοποιώ, λειώνω:
        • διάλυσον κρόκον μετά οίνου (Ιερακοσ. 43823).
      • 4) Εξαλείφω, εξαφανίζω:
        • (Ιερακοσ. 4669).
      • 5) Βλασφημώ, βρίζω κάπ.:
        • οπού διαλύνει το όνομα του Κύριου θανατωμό να θανατωθεί (Πεντ. Λευιτ. ΧΧΙV 16).
    • Β´ (Αμτβ.) αποσυντίθεμαι:
      • διαλύομεν ωσάν το ύφασμα της αράχνης, και τινάς από ημάς εδώ δεν απομένει (Διγ. Άνδρ. 41134).
  • II. (Μέσ.) εξαλείφομαι, εξαφανίζομαι:
    • ως όναρ διαλύεται (ενν. το ψεύδος) (Γλυκά, Στ. 354).

[αρχ. διαλύω. Ο τ. διαλύνω και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες