Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλαμβάνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαλαμβάνω [δialamváno] Ρ αόρ. διέλαβα, απαρέμφ. διαλάβει : (λόγ.) αναφέρομαι σε κτ.: H μελέτη διαλαμβάνει το θέμα της αξιολόγησης των μαθητών.

[λόγ. < μσν. ή ελνστ. διαλαμβάνω `εκθέτω λεπτομερώς΄, αρχ. σημ.: `διακρίνω με τη σκέψη΄]

[Λεξικό Κριαρά]
διαλαμβάνω.
  • 1) Λέγω, αναφέρω:
    • ήλθον προς αυτόν και γράμματα … διαλαμβάνοντα ως … (Σφρ., Χρον. 16617).
  • 2) Ορίζω:
    • είναι αυτόν αυθέντην ως και τα ορκωμοτικά αυτών διελάμβανον (Σφρ., Χρον. 1817).
  • 3) Περιλαμβάνω, πραγματεύομαι:
    • Υπόθεσις, το τι διαλαμβάνει το πρώτον βιβλίον (Θησ. (Foll.) I Υπόθ. τίτλ).

[αρχ. διαλαμβάνω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες