Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακηρύσσω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακηρύσσω [δiakiríso] -ομαι Ρ2.2 : 1. κάνω γνωστό κτ. που αφορά ένα ευρύτατο ή και το παγκόσμιο κοινό, με προφορικό ή με γραπτό λόγο, με επίσημο κείμενο (διακήρυξη) ή με οποιοδήποτε άλλον τρόπο: H Γαλλική Επανάσταση διακήρυξε την αρχή της ισότητας των πολιτών. Στο συνέδριο του κόμματος διακηρύχτηκε η πίστη στα δημοκρατικά ιδεώδη. Οι μεταπολεμικοί λογοτέχνες διακηρύσσουν στα έργα τους το σεβασμό τους στην ανθρώπινη ζωή. 2. δηλώνω κτ. κατηγορηματικά και επανειλημμένα για να το ακούσουν, για να το μάθουν όλοι: Διακήρυξε στο δικαστήριο ότι είναι αθώος. H αξιοκρατική επιλογή των υπαλλήλων είναι διακηρυγμένη θέση της κυβέρνησης. || δηλώνω κτ. με στομφώδη ή και με προκλητικό τρόπο: Διακηρύσσει παντού ότι αυτός έσωσε την εταιρεία από την πτώχευση.

[λόγ. < ελνστ. διακηρύσσω `γνωστοποιώ με κήρυκα΄ σημδ. γαλλ. proclamer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες