Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαγκωνίζομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαγκωνίζομαι [δiaŋgonízome] Ρ2.1β : 1. προσπαθώ να ανοίξω δρόμο και να περάσω (μέσα από πυκνό πλήθος ανθρώπων) σπρώχνοντας με τους αγκώνες μου. 2. (μτφ.) ανταγωνίζομαι έντονα κάποιους (άλλους) προκειμένου να πετύχω κτ. για τον εαυτό μου: Οι υποψήφιοι διαγκωνίζονταν για μια εκλόγιμη θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του κόμματος.

[λόγ. < ελνστ. διαγκωνίζομαι `στηρίζομαι στον αγκώνα΄ σημδ. αγγλ. elbow through]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες