Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διάθεσις η.
-
- 1) Ψυχική ή σωματική κατάσταση:
- (Βακτ. αρχιερ. 165), (Ωροσκ. 4110).
- 2) Η στάση προς κάπ. ή κ.:
- (Μεταξά, Επιστ. 47).
- 3) Σχέση:
- έσχεν μετ’ αυτής γαμικήν διάθεσιν (Ελλην. νόμ. 54226).
[αρχ. ουσ. διάθεσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Ψυχική ή σωματική κατάσταση: