Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάβολος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάβολος ο [δjávolos] & διάολος ο [δjáolos] Ο20α προφ. πληθ. και διαβόλοι & διαόλοι : 1. η προσωποποίηση του πνεύματος του κακού: Οι διάβολοι απεικονίζονται με κέρατα και με ουρά. Οι διάβολοι της κόλασης. 2. ο αρχηγός των διαβόλων, ο Σατανάς, ο Εωσφόρος: Ο Θεός και ο ~. Πιστεύει στο διάβολο. Mυστικές τελετές και θυσίες στο διάβολο. ΦΡ κτ. πάει κατά διαόλου, για υπόθεση που εξελίσσεται αρνητικά, προς πλήρη αποτυχία ή καταστροφή. έχει το διάβολο μέσα του / της: α. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, παμπόνηρος. β. είναι πανούργος, κακός. δικηγόρος* του διαβόλου. (μένει / κάθεται) στου διαόλου τη μάνα*. διαβόλου κάλτσα / γέννα, τετραπέρατος, παμπόνηρος άνθρωπος. πουλώ* την ψυχή μου στο διάβολο. δουλειά* δεν είχε ο ~, δουλειά βρήκε να κάνει. ο ~ έχει πολλά ποδάρια, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ενός ατυχήματος, ενός κινδύνου παρά τις όποιες προφυλάξεις. έσπασε / σπάει ο ~ το ποδάρι του, η τύχη έγινε ανέλπιστα, απροσδόκητα ευνοϊκή ή αρνητική. βρίσκω το διάολό μου, μπλέκομαι σε απροσδόκητες δυσχέρειες, προβλήματα, βρίσκω τον μπελά μου. τραβώ* το διάολό μου. αποφεύγω κπ. ή κτ., όπως ο ~ το λιβάνι*. για το διάολο πεσκέσι*. ο ~ να σκάσει (θα το κάνω / θα το πω κ.ά.), θα κάνω / θα πω αυτό που θέλω, οτιδήποτε κι αν συμβεί. έχω / γράφω κπ. στου δια(β)όλου το κατάστιχο, αντιπαθώ κπ., δεν τον εκτιμώ, τον περιφρονώ. 3. (σε επιφ. χρήση, κυρίως σε εκφράσεις) στο διάβολο / στο διάολο, δηλώνει διάφορα συναισθήματα ή διαθέσεις, ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής και με τα συμφραζόμενα: Πού στο διάβολο πήγες; Tι στο διάβολο θέλεις; Άι στο διάβολο!: α. χάσου, εξαφανίσου. β. (για έκπληξη) σοβαρά; (που) να πάρει ο ~!, για ενόχληση, οργή. να σε πάρει ο ~!, ως κατάρα. Διάβολε!, για έκπληξη, οργή, αγανάκτηση: Διάβολε! πάλι το ξέχασα. 4. (μτφ.) χαρακτηρισμός: α. για άνθρωπο πανέξυπνο, τετραπέρατο, παμπόνηρο: Είναι ~ σωστός. β. για άνθρωπο κακεντρεχή, μοχθηρό, επικίνδυνο: Είναι ο ~ μεταμορφωμένος. γ. κυρίως για μικρό παιδί πάρα πολύ ζωηρό και άτακτο. διαβολάκι το & διαολάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1 και 4γ. διαβολάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 4γ.

[ελνστ. διάβολος (στη νέα σημ.) < αρχ. διάβολος `συκοφάντης΄ σημδ. (ελνστ.) εβρ. sātān (σύγκρ. σατανάς)· διάολος: εξασθένιση και αποβ. του μεσοφ. [v] για αποφυγή της κανονικής μορφής του ονόματος· διάβολ(ος) -άκος]

[Λεξικό Κριαρά]
διάβολος ο· διάολος.
  • 1)
    • α) Σατανάς:
      • οι Θεοί και οι διάβολοι τον βοηθούν (Διήγ. Αλ. V 28
      • (μεταφ.):
        • ο Μωάμεθ, ο διάβολος εκείνος τους διδάσκει (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 794
      • (σε παροιμ.):
        • ο διάβολος στον κώλο του κουκκιά του μαγερεύει (Γαδ. διήγ. 248
        • φεύγεις ώσπερ διάβολος εκ του θυμιαμάτου (Διήγ. παιδ. 333
    • β) φρ. δίνω την ψυχή μου τον διάβολον = γίνομαι όργανο του σατανά:
      • (Σφρ., Χρον. 12426
    • γ) φρ. τον πήρε ο διάβολος = οδηγήθηκε στην καταστροφή:
      • (Συναξ. γυν. 475
    • δ) φρ. βάνω τον διάβολον σε κάπ. = έχω εχθρικές διαθέσεις για κάπ.:
      • (Παλαμήδ., Βοηβ. 1196
    • ε) προκ. να δηλωθεί κατάρα:
      • άγωμε εις τον διάβολον (Σπανός A 18
    • στ) έκφρ. στου διαβόλου τη μάννα = (προκ. να δηλωθεί μακρινή απόσταση):
      • (Ch. pop. 799 κριτ. υπ.
    • ζ) έκφρ. παρά διαβόλου = κατά κακή σύμπτωση:
      • (Προδρ. I 177
    • η) έκφρ. μεθοδιές διαβόλου = πανουργήματα, διαβολικοί τρόποι:
      • (Πτωχολ. α 366).
  • 2) Ως προσφών. που δηλώνει δυσάρεστη έκπληξη ή επίπληξη:
    • ο γενεράλες με βοή των είπε: «Διαβόλοι, τι γδέχεστε για να γενεί …;» (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41327· Φορτουν. Ε´ 222).

[αρχ. ουσ. διάβολος. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διαβολόσκαλα η.
  • Σκάλα φτιαγμένη με σχοινί:
    • κάτωθεν γαρ της πόρτας … έθηκαν διαβολόσκαλαν (Byz. Kleinchron. Α´ 7819).

[<ουσ. διάβολος + σκάλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβολοσκόρπισμα το [δjavoloskórpizma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : στη ΦΡ ανεμομαζώματα*, διαβολοσκορπίσματα.

[διαβολο- + σκόρπισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες