Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διάβασις η.
-
- 1) Πέρασμα, διέλευση:
- έξομεν … διάβασιν από Σερβίας εις Ουγγρίαν (Δούκ. 26118).
- 2) Άφιξη:
- εμήνυσεν την αυτού εν Χερρονήσῳ διάβασιν (αυτ. 28134).
[αρχ. ουσ. διάβασις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Πέρασμα, διέλευση: