Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δηνάριον το· δενάρι(ο)ν· δηνέρι(ο)ν.
-
- α) Ασημένιο νόμισμα κρατών της Δυτ. Ευρώπης, ιδ. της Γαλλίας, και φραγκικών κρατών της Ανατολής, ίσο με το 1/12 του σολδίου (Λιάτα 1996: 146-9· βλ. και τορνέσιν):
- δίδουσι απ’ ενός δεναρίου (Απολλών. 548)·
- πεντήκοντα δηνέρια τού εχρεώστει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2257)·
- β) (στον πληθ., γενικ.) χρήμα, λεφτά:
- να τα ξοδιάζεις … τα δηνάρια σου … εις εκκλησίας, εις πτωχά (Σπαν. P 352).
[μτγν. ουσ. δηνάριον. Ο τ. δε‑ <παλαιότ. ιταλ. denario (DEI). Ο τ. δηνέρι(ο)ν (Meursius) <παλαιότ. γαλλ. dener· πβ. και προβ. dinier, καταλανικό diner, ισπανικό dinero (REW 2553). Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- α) Ασημένιο νόμισμα κρατών της Δυτ. Ευρώπης, ιδ. της Γαλλίας, και φραγκικών κρατών της Ανατολής, ίσο με το 1/12 του σολδίου (Λιάτα 1996: 146-9· βλ. και τορνέσιν):