Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δενδρόφυτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δενδρόφυτος -η -ο [δenδrófitos] Ε5 : που είναι γεμάτος δέντρα: Δενδρόφυτη περιοχή.

[λόγ. < ελνστ. δενδρόφυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες