Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δενδροτόμος ο.
-
- Αυτός που κόβει δέντρα·
- (εδώ σε θέση επιθ.):
- δενδροτόμων ανδρών (Δούκ. 2734).
- (εδώ σε θέση επιθ.):
[<ουσ. δένδρον + ‑τόμος. Η λ. σε σχόλ.· βλ. και LBG]
- Αυτός που κόβει δέντρα·