Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεμάτιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δεμάτιον το· δεμάτι· δεμάτιν.
  • Δεμάτι:
    • επήγαν εις το αλώνιν και επήραν δεματία σιταρένα (Μαχ. 65827).

[μτγν. ουσ. δεμάτιον. Ο τ. ι στο Du Cange και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες