Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δελφίν
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
δελφίν ο· δέλφιν.
  • Δελφίνι:
    • (Ερμον. Τ 327).

[μτγν. ουσ. δελφίν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δελφινάριο το [δelfinário] Ο41 : κτίριο ή χώρος διαμορφωμένος κατάλληλα για την παρουσίαση στο κοινό ενός προγράμματος με εκπαιδευμένα δελφίνια, τα οποία εκτελούν διάφορα νούμερα μέσα σε μεγάλες δεξαμενές.

[λόγ. < γερμ. Delphinarium < Delphin < ελνστ. δελφίν `δελφίνι΄ + (Aqu)arium `ενυδρείο΄ παρετυμ. -άριο(ν) (διαφ. το ελνστ. δελφινάριον `μικρό δελφίνι΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
δέλφινας ο.
  • (Μεγάλο) δελφίνι:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 291).

[<πληθ. οι δελφίνοι ή μεγεθ. του ουσ. δελφίνι (Μηνάς 1978: 151). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Σταμ.· τ. αδέρφ‑, Κουσαθανάς, λ. δερφίνι)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δελφίνι το [δelfíni] Ο44 : 1. θαλάσσιο θηλαστικό που ανήκει στα κήτη, έχει μυτερό ρύγχος και χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ευφυΐας, πράγμα που του επιτρέπει να εξημερώνεται και να εκπαιδεύεται. || Kολυμπάει σαν ~, για πολύ καλό κολυμβητή. 2. (Iπτάμενο) ~, ονομασία ταχύπλοου επιβατικού σκάφους που κινείται στην επιφάνεια της θάλασσας· υδρόπτερο: Tαξίδεψα με ~ στην Aίγινα. δελφινάκι το YΠΟKΟΡ.

[1: μσν. *δελφίνιον υποκορ. του ελνστ. δελφίν, ὁ (αρχ. δελφίς, ἡ)· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. flying dolphin]

[Λεξικό Κριαρά]
δελφινοθαλασσίτης, επίθ.
  • (Προκ. για το γλάρο) που ζει σαν δελφίνι στη θάλασσα:
    • (Πουλολ. 112 κριτ. υπ).

[<ουσ. δελφίνι + θαλασσίτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δελφίνος ο [δelfínos] Ο18 : χαρακτηρισμός επίδοξου διαδόχου· αυτός που επιδιώκει και έχει πιθανότητες να διαδεχτεί κπ. σε ένα ανώτατο αξίωμα.

[λόγ. μτφρδ. γαλλ. Dauphin (από όν. γαλλικής περιοχής) -ος < υστλατ. επώνυμο Dalfinus < λατ. delfinus < ελνστ. δελφίν `δελφίνι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δελφίνος ο.
  • Δελφίνι:
    • (Πουλολ. 142).
  • Ως προσωποπ.:
    • (Οψαρ. 3612).

[μτγν. ουσ. δελφίνος (LBG). Η λ. και σήμ ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες