Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεκάλογος ο [δekáloγos] Ο20α : 1. το σύνολο των δέκα εντολών που έδωσε ο Θεός στο Mωυσή. 2. σύνολο δέκα κανόνων, οδηγιών ή διατάξεων: Ο ~ του καλού μαθητή.
[λόγ. < ελνστ. δεκάλογος ἡ μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- δεκάλογος η· δεκάλογο· δεκάλογος ο· γεν. της ‑ος.
-
- Οι δέκα εντολές:
- Ο Κύριος βάνει τον νόμον της δεκάλογος (Χούμνου, Κοσμογ. 2718).
[μτγν. ουσ. δεκάλογος η. Το αρσ. το 14. αι. (LBG) και σήμ.]
- Οι δέκα εντολές: