Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δειν
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δείνα [δina] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται με άρθρο και στα τρία γένη στη θέση ουσιαστικού ή επιθέτου για πρόσωπο ή πράγμα στο οποίο ο ομιλητής αναφέρεται αόριστα, γιατί δεν μπορεί ή δε θέλει να το ονομάσει, να το ορίσει (συχνά έχει προηγηθεί με ανάλογη χρήση η αντωνυμία τάδε).

[λόγ. < αρχ. δεῖνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεινά τα [δiná] Ο38 : γεγονότα συνήθ. απρόσμενα, που φέρνουν στον άνθρωπο μεγάλη δυστυχία· συμφορές: ~ της ανθρωπότητας.

[αρχ. δεινά (δες στο δεινός)]

[Λεξικό Κριαρά]
δείνα, αντων.· δείνας· ?δεις, (Ασσίζ. 11623οδείνα(ς).
  • (Προκ. για πρόσωπα ή πράγματα που δεν αναφέρονται) κάποιος, ο τάδε (πάντοτε με το άρθρο):
    • βλέπεις τον δείνα (Προδρ. III 58
    • ιάτρευσεν τον οδείνα παράλυτον (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 425).

[αρχ. αντων. δείνα. Η λ. και ο τ. δείνας και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δείνας ο [δínas] αντων. αόρ. (βλ. Ο2, χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) δείνα (για το αρσενικό γένος).

[μσν. δείνας < αρχ. δεῖνα με προσθήκη του χαρακτηριστικού του αρσ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
δεινοπάθεια η.
  • Mεμψιμοιρία, παράπονο για κάπ. πάθημα:
    • Kάλλιον … μετά της προθυμίας παρά … μετά δεινοπαθείας (Φαλιέρ., Λόγ. 154).

[μτγν. ουσ. δεινοπάθεια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεινοπάθημα το [δinopáθima] Ο49 : το αποτέλεσμα του δεινοπαθώ.

[λόγ. δεινοπαθη- (δεινοπαθώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεινοπαθώ [δinopaθó] Ρ10.9α : υφίσταμαι μεγάλες στερήσεις, βάσανα και ταλαιπωρίες· υποφέρω2: Ο λαός μας δεινοπάθησε στην Kατοχή. Δεινοπάθησαν από το κρύο και από την πείνα. || (με τάση υπερβολής): Δεινοπαθήσαμε μέχρι να βρούμε εισιτήριο.

[λόγ. < ελνστ. δεινοπαθῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
δεινοπαθώ.
  • Στενοχωρούμαι, «φέρω βαρέως»:
    • εδεινοπάθουν εις την σην βραδύτητα (Ψευδο-Σφρ. 3669).

[αρχ. δεινοπαθέω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεινοπαθών -ούσα -ούν [δinopaθón] Ε12β : (λόγ.) συνήθ. ως ουσ. οι δεινοπαθούντες, αυτοί που υποφέρουν από στερήσεις ή κακουχίες: Έστειλαν τρόφιμα και ρούχα στους δεινοπαθούντες των ακριτικών περιοχών.

[λόγ. μεε. του ρ. δεινοπαθώ]

[Λεξικό Κριαρά]
δεινός, επίθ.· οδεινός.
  • 1) Φοβερός:
    • Την οδεινήν κενοδοξίαν (Αποκ. Θεοτ. II 153).
  • 2) Ικανός, επιδέξιος:
    • (Γεωργηλ., Bελ. Λ 619).
  • 3) Θαυμαστός, έξοχος:
    • (Kαναν. 230).
  • 4) Σοβαρός:
    • μετά σχήματος δεινού και τάχα σεμνοτέρου (Kαλλίμ. 2069
    • ποίσε δεινόν το βλέφαρον ωσάν φοβερισμένος (Λίβ. (Lamb.) N 262).
  • Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = δεινοπαθήματα, συμφορές:
    • (Δούκ. 24714), (Bέλθ. 1303).

[αρχ. επίθ. δεινός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες