Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δανειακός, επίθ.
-
- Δανεικός:
- απήρεν ο δεσπότης δανειακά άσπρα (Notizb. 87).
- Το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ. = δάνειο:
- όλους έδιδεν, άλλον δανειακόν και άλλον χάρισμα (Συναδ. φ. 52r)·
- γυρεύει δανειακά (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 128).
[<ουσ. δάνειον + κατάλ. ‑ακός. Η λ. τον 6. αι. (L‑S· βλ. και LBG) και σήμ.]
- Δανεικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δανειακός -ή -ό [δaniakós] Ε1 : που έχει σχέση με το δάνειο: Δανειακή πολιτική.
[λόγ. < μσν. δανειακός < δάνει(ον) -ακός]