Παράλληλη αναζήτηση
29 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαίδαλος ο [δéδalos] Ο20α : 1. πολύπλοκη διάταξη διαδρόμων, δωματίων, στοών, οικοδομημάτων κτλ. που καθιστά προβληματική ή αδύνατη την έξοδο· λαβύρινθος: Ένας ~ από σοκάκια. Xάθηκε στους δαιδάλους των ανακτόρων. || Mέσα στους δαιδάλους του υπουργείου, και μτφ. για πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία. 2. (μτφ.) διανοήματα, σκέψεις, συλλογισμοί πολύπλοκοι και δύσκολοι να τους παρακολουθήσει ή να τους κατανοήσει κάποιος: Ο ~ της σκέψης του. Ο ~ των νόμων.
[λόγ. < αρχ. δαίδαλος `περίπλοκα επεξεργασμένος΄ & σημδ. γαλλ. dédaléen (δες στο δαιδαλώδης)]
- δαιδαλώδης -ης -ες [δeδalóδis] Ε11 : 1. που έχει τη μορφή δαιδάλου, λαβυρίνθου: Δαιδαλώδες οικοδόμημα / σχέδιο. Οι δαιδαλώδεις στοές ενός ορυχείου. 2. (μτφ.) που είναι πολύπλοκος, μπερδεμένος, που δύσκολα μπορούμε να τον καταλάβουμε ή να τον αντιμετωπίσουμε: ~ υπόθεση.
[λόγ. δαίδα λ(ος) -ώδης μτφρδ. γαλλ. dédaléen < dédale < λατ. Daedalus < αρχ. Δαίδα λος (ο μυθικός δημιουργός του Λαβυρίνθου)]
- δαΐζω· δάζω.
-
- (Προκ. για άλογο) είμαι γρήγορος:
- να δαΐζει ωσάν ο ποταμός (Λίβ. N 2525).
[<επίθ. δάος + κατάλ. ‑ίζω]
- (Προκ. για άλογο) είμαι γρήγορος:
- δαίμονας ο [δémonas] Ο5 : I1. το πνεύμα του κακού: Ποιος ~ σ΄ έβαλε να το κάνεις; Έχει το δαίμονα μέσα του. (έκφρ.) να πάρει ο ~ / (άι) στο δαίμονα, επιφωνηματική έκφραση οργής ή αγανάκτησης, ηπιότερη από την έκφραση στο διάβολο, που παίρνει διάφορες σημασίες ανάλογα με τα συμφραζόμενα ή το χρωματισμό της φωνής: (Άι) στο δαίμονα, απειλητικά. Πού στο δαίμονα πήγες; Tι στο δαίμονα κάνεις;, με αγανάκτηση. ΦΡ θεοί* και δαίμονες. κινώ* θεούς και δαίμονες. απειλώ* θεούς και δαίμονες. ο ~ του τυπογραφείου*. 2. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου έξυπνου, ιδιαίτερα ικανού και επινοητικού, αλλά και μοχθηρού ή καταχθόνιου: Είναι ένας ~ και μισός. Aυτή η γυναίκα είναι σωστός ~. ΦΡ θηλυκός* ~. || (έκφρ.) κακός ~, για κπ. που επηρεάζει και οδηγεί, παρακινεί στο κακό: Είναι ο κακός του ~. || Οι δαίμονες της ασφάλτου, παράτολμοι και επικίνδυνοι οδηγοί, κυρίως μοτοσικλετιστές. II. γενική ονομασία για τις αρχαίες ελληνικές κατώτερες θεότητες.
[I1: μσν. δαίμονας < αρχ. δαίμων, αιτ. -ονα `θεότητα΄, ελνστ. σημ.: `κατώτερη θεϊκή δύναμη, κακό πνεύμα΄· I2: λόγ. σημδ. γαλλ. démon (στη νέα σημ.) < λατ. daemon < αρχ. δαίμων· II: λόγ. < αρχ. δαίμων]
- δαίμονας ο,
- βλ. δαίμων.
- δαιμονιακός, επίθ.
-
- Δαιμονικός, δαιμονισμένος:
- δαιμονιακούς απεκάλουν αυτούς (Παράφρ. Χων. 495).
[<ουσ. δαιμόνιον + καταλ. ‑ιακός. Η λ. τον 3.-4. αι. (DGE) και σε παπυρ.]
- Δαιμονικός, δαιμονισμένος:
- δαιμονιακός -ή -ό [δemoniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο δαιμόνιο.
[λόγ. < ελνστ. δαιμονιακός]
- δαιμονιαρέα η.
-
- Το φυτό υοσκύαμος:
- (Ιερακοσ. 42211).
[θηλ. του επιθ. δαιμονιάριος ‑ρης ως ουσ. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (‑ναριά)]
- Το φυτό υοσκύαμος:
- δαιμονιάριος, επίθ.· δαιμονιάρης· θηλ. δαιμονιαρέα· δαιμονιαριά.
-
- 1) Που πάσχει από σεληνιασμό, επιληπτικός:
- (Ελλην. νόμ. 5386).
- 2) Παράφορος, τρελός:
- χάνει τον νουν, … γίνεται δαιμονιάρης (Περί γέρ. 196).
[<ουσ. δαιμόνιον + κατάλ. ‑ιάριος. Λ. ‑νάριος στο Meursius. Ο τ. ‑ιάρης τον 7. αι. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 5. αι.]
- 1) Που πάσχει από σεληνιασμό, επιληπτικός:
- δαιμονίζομαι.
-
- 1)
- α) Κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα:
- φωνάζουσι με … άγριες φωνές ωσάν δαιμονισμένοι (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 17218)·
- β) πάσχω από επιληψία, σεληνιάζομαι:
- Περί χωρίσεως ανδρογύνου οπού δαιμονίζεται η γυνή (Βακτ. αρχιερ. 187).
- α) Κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα:
- 2)
- α) (Συνεκδ.) εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών:
- (Σπαν. B 370)·
- β) παραφρονώ, τρελαίνομαι:
- να δαιμονισθείς κι εσύ, κυρά μου, δι’ εμένα (Ερωτοπ. 532).
- α) (Συνεκδ.) εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών:
[αρχ. δαιμονίζομαι. Η λ. και σήμ.]
- 1)