Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δαίμων ο· δαίμονας.
-
- Πονηρό ή ακάθαρτο πνεύμα, διάβολος, σατανάς:
- (Διγ. Gr. 1340).
[αρχ. ουσ. δαίμων. Ο τ. και σήμ.]
- Πονηρό ή ακάθαρτο πνεύμα, διάβολος, σατανάς: