Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δίχρονος, επίθ.
-
- 1) Που διαρκεί δύο χρόνια:
- την δίχρονόν σου κάκωσιν ανιστορεί η ψυχή της (Λίβ. Sc. 475).
- 2) Διχρονίτικος, διετής:
- σπείρε … δίχρονον (ενν. καρπόν) (Αγαπ., Γεωπον. 142).
- Το ουδ. ως ουσ. (ενίοτε με επιρρ. χρ.) = δυο χρόνια:
- δίχρονον είσαι αιχμάλωτος (Λίβ. Sc. 3006).
[μτγν. επίθ. δίχρονος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που διαρκεί δύο χρόνια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίχρονος 1 -η -ο [δíxronos] Ε5 : 1. που έχει δύο προσωδιακούς χρόνους: Δίχρονο φωνήεν, στην αρχαία ελληνική γραμματική, καθένα από τα φωνήεντα α, ι, υ τα οποία άλλοτε παριστάνουν μακρόχρονο και άλλοτε βραχύχρονο φθόγγο. || (ως ουσ.) το δίχρονο, δίχρονο φωνήεν: Tα δίχρονα είναι τρία. || Δίχρονη συλλαβή, στην αρχαία ελληνική μετρική, η συλλαβή που λογαριάζεται στο στίχο άλλοτε ως μακρόχρονη και άλλοτε ως βραχύχρονη. 2. (τεχν.) για κινητήρα εσωτερικής καύσης, του οποίου ο κύκλος λειτουργίας συμπληρώνεται σε δύο χρόνους.
[λόγ. < ελνστ. δίχρονος (σφαλερός χαρακτηρισμός για τα φων. από σύγχυση ανάμεσα στην προφ. και την ορθογρ. της αρχ. ελληνικής)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίχρονος 2 -η -ο : 1. που έχει ηλικία δύο ετών: Ένα δίχρονο αγόρι. 2. που έχει διάρκεια δύο χρόνων· διετής.
[δι- 1 + χρόν(ος) -ος]