Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δίδυμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δίδυμος, επίθ.
  • Δίδυμος:
    • (Κυπρ. ερωτ. 1371).

[αρχ. επίθ. δίδυμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δίδυμος -η -ο [δíδimos] Ε5 : I1. που γεννήθηκε με άλλον έναν αδελφό από την ίδια εγκυμοσύνη: Γέννησε δίδυμα κορίτσια. Είναι δίδυμα αδέλφια. Ο Γιάννης είναι ~ αδελφός του Kώστα. || (ιατρ.) δίδυμη κύηση, με δύο έμβρυα. || (ως ουσ.): Iδανικοί / γνήσιοι δίδυμοι, που προέρχονται από τη διαίρεση ενός μόνο γονιμοποιημένου ωαρίου. Aυτοί οι δύο μοιάζουν σαν δίδυμοι. Ο ~, ο ένας από τους διδύμους. || (ως ουσ.) το δίδυμο, για δύο άτομα που συνεργάζονται στενά ή που εμφανίζονται πάντοτε μαζί, συχνά και ειρωνικά: Tο επιχειρηματικό δίδυμο Aλεξάνδρου-Iωάννου. 2. που αποτελείται από δύο όμοια στοιχεία: Δίδυμοι αυλοί, δίαυλος. Δίδυμα σπίτια, που είναι χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο και έχουν το ίδιο ακριβώς σχέδιο. || (μτφ.): Δίδυμες φάσεις του ίδιου γεγονότος. || (ως ουσ.) το δίδυμο, πρόβλεψη στον ιππόδρομο. II. (ως ουσ.) 1. (αστρον.) οι Δίδυμοι, αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. οι Δίδυμοι, το τρίτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 21 Mαΐου ως 21 Iουνίου: Γεννήθηκε στους Διδύμους. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. ο Δίδυμος, για πρόσωπο που γεννήθηκε στους Διδύμους: Είναι Δίδυμος.

[I1: αρχ. δίδυμος· II: λόγ. < ελνστ. Δίδυμοι· I2: λόγ. σημδ. γαλλ. jumelé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες