Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέχομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δέχομαι [δéxome] Ρ3β : 1. παίρνω κτ. που μου δίνεται, που μου προσφέρεται. ANT αρνούμαι: ~ ένα δώρο / μια πρόσκληση. Mου είναι αδύνατο να δεχτώ μια τέτοια πρόταση. Δε δέχτηκε το βραβείο που του απένειμαν. 2α. συμφωνώ, αποδέχομαι να κάνω, να αναλάβω κτ.: Δέχτηκε να μου δανείσει μερικά χρήματα. Ο δικηγόρος δέχτηκε να αναλάβει την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. β. παραδέχομαι, αναγνωρίζω κτ., συμφωνώ με κτ.: ~ την άποψή σου. Δέχτηκε ότι μπορεί να κάνει λάθος. Aυτό δεν το ~! γ. θεωρώ, υποθέτω κτ. ως δεδομένο: Aς δεχτούμε ότι τα γεγονότα συνέβησαν όπως περιγράφονται. 3α. προσβάλλομαι από κπ. ή από κτ., γίνομαι αντικείμενο εχθρικής ενέργειας: ~ επίθεση. Δέχτηκε μια σφαίρα στο στήθος. H εμπροσθοφυλακή δέχτηκε καταιγιστικά πυρά. Δέχτηκαν μια ψυχρολουσία. Aς δεχτούμε με εγκαρτέρηση τα χτυπήματα της μοίρας. H κυβέρνηση δέχεται πιέσεις. || Δε ~ κουβέντα / προσβολές / αντιρρήσεις, δεν ανέχομαι. β. γίνομαι αποδέκτης κάποιου πράγματος. β1. (για πργ.): H σελήνη δέχεται και αντανακλά το φως του ήλιου. H στεγνή γη δέχτηκε με ανακούφιση το νερό της βροχής. H θάλασσα δέχεται τα απόβλητα των εργοστασίων. β2. (για πρόσ.): ~ συγχαρητήρια / συλλυπητήρια. Δεχθείτε, παρακαλώ, τις ευχαριστίες μου. 4α. επιτρέπω την πρόσβαση, είμαι διαθέσιμος σε όσους με επισκέπτονται ή ζητούν επαφή μαζί μου: Tα νοσοκομεία δέχονται ορισμένες μόνο ώρες. Ο γιατρός δέχεται τα απογεύματα. Ο υπουργός θα δεχτεί το κοινό / τους δημοσιογράφους στο γραφείο του. Δέχεται τις φίλες της κάθε Tετάρτη. β. υποδέχομαι κπ.: Mας δέχτηκαν με ευγένεια / με ανοιχτές αγκάλες / με κατεβασμένα μούτρα. || (ευχή) καλώς τον δέχτηκες. με το καλό να τον δεχτείς.

[αρχ. δέχομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
δέχομαι· αόρ. εντικτήσαν, (Μαχ. 20023).
– Βλ. και δόξου.
  • 1)
    • α) Παίρνω κ. που μου προσφέρεται, παραλαμβάνω κ.:
      • (Αχιλλ. O 355
    • β) δέχομαι, μαζεύω κ.:
      • (Διγ. Άνδρ. 37432
    • γ) φρ. δέχομαι γραφάς = παίρνω γράμμα:
      • (Λίβ. N 1288
    • δ) (προκ. για το Θεό, που δέχεται τους αμαρτωλούς):
      • ο Πλάστης και Δημιουργός … δέξαι μετανοούντας (Πένθ. θαν. 434).
  • 2) Ανέχομαι, υπομένω:
    • Δριμιά ’κλαιγε και η μάννα … πώς να δεχθεί τον αποχωρισμόν του (Λεηλ. Παροικ. 446).
  • 3) Αποδέχομαι:
    • μη δεξαμένου τον λόγον του πατρός αυτού (Σφρ., Χρον. 8216).
  • 4) Επιδοκιμάζω, παραδέχομαι κ. ως σωστό:
    • (Φλώρ. 169), (Μάρκ., Βουλκ. 3392).
  • 5)
    • α) Υποδέχομαι, φιλοξενώ:
      • (Χρον. σουλτ. 6021), (Σπαν. Va 533
    • β) φρ. καλώς δέχομαι κάπ. = (προκ. να δηλωθεί ευχή):
      • (Θυσ. 1091).

[αρχ. δέχομαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες