Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δέσμιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δέσμιος, επίθ.
  • 1) Δεσμώτης, αιχμάλωτος, φυλακισμένος:
    • (Διγ. Z 2437, 4459).
  • 2) (Μεταφ.) υποχείριος, αιχμάλωτος κάπ.:
    • Ά ήθελες εγένοντο και ο πόθος σου επληρούτο: δέσμιον με εκράτησας (αυτ. 777).

[αρχ. επίθ. δέσμιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δέσμιος -α -ο [δézmios] Ε6 : 1. για κρατούμενο που τον έχουν δέσει με χειροπέδες, αλυσίδες κτλ.: Οδηγήθηκε ~ στις φυλακές. Στάθηκε ~ μπροστά στον κυβερνήτη. || που του έχουν στερήσει την ελευθερία, που κρατείται φυλακισμένος ή υπό περιορισμό: Kρατήθηκε ~ τρία χρόνια. 2. (μτφ.) που εξαρτάται ψυχολογικά από κτ. από το οποίο δεν μπορεί να απαλλαγεί: Είναι ~ του πάθους του / του παρελθόντος του. Είναι δέσμια της ζήλιας της.

[λόγ. < αρχ. δέσμιος `δεμένος με δεσμά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες