Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνιακός -ή -ό [γoniakós] Ε1 : 1. που βρίσκεται σε γωνία: Γωνιακό σπίτι / δωμάτιο. Γωνιακό οικόπεδο / κομμάτι. Mένει στη γωνιακή πολυκατοικία. 2. (φυσ.) γωνιακή ταχύτητα*.
[λόγ. < ελνστ. γωνιακός]