Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γυμνάς
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνάσια τα [jimnásia] Ο40 : στρατιωτικές ασκήσεις: Θερινά / φθινοπωρινά ~. ~ του NATΟ. Mεγάλα ~ του στόλου. || (μτφ.): Kάνω ~ σε κπ., τον ταλαιπωρώ εκμεταλλευόμενος την αδυναμία που μου έχει: Mην του κάνεις ~!

[λόγ. πληθ. του αρχ. γυμνάσιον `σωματική άσκηση΄, ίσως με επίδρ. του ελνστ. γυμνασία ἡ `στρατιωτικές ασκήσεις΄]

[Λεξικό Κριαρά]
γυμνασία η.
  • Άσκηση, εξάσκηση:
    • καθ’ ημέραν εις την γυμνασίαν άπαγε (Κυνοσ. 59418).

[αρχ. ουσ. γυμνασία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνασιακός -ή -ό [jimnasiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο γυμνάσιο: Θυμάται πάντα με συγκίνηση τα γυμνασιακά του χρόνια. Έχει γυμνασιακή μόρφωση.

[λόγ. γυμνάσι(ον) -ακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνασιάρχης ο [jimnasiárxis] Ο10 λόγ. κλητ. και γυμνασιάρχα θηλ. γυμνασιάρχης [jimnasiárxis] : βαθμός στην υπαλληλική ιεραρχία των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης, διευθυντής γυμνασίου: Ο ~ μας είναι πολύ αυστηρός. Tο γραφείο του γυμνασιάρχη είναι στον πρώτο όροφο.

[λόγ. γυμνά σι(ον) + -άρχης (πρβ. αρχ. γυμνασιάρχης `που επιβλέπει τη γυμναστική άσκηση΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνασίαρχος ο [jimnasíarxos] Ο19 : επόπτης αθλητικών αγώνων, αυτός που επιβλέπει την ακριβή εφαρμογή των κανόνων στους αγώνες.

[λόγ. < αρχ. γυμνασίαρχος `επόπτης γυμναστηρίου΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνάσιο το [jimnásio] Ο40 : 1. τα τρία πρώτα χρόνια της δευτεροβάθμιας γενικής εκπαίδευσης: Πηγαίνει ακόμη στο ~. Tελείωσε το ~. Tο εξατάξιο ~ έχει καταργηθεί. 2. το κτίριο του γυμνασίου.

[λόγ. αντδ. < γερμ. Gymnasium (στη νεότ. σημ.) < λατ. gymnasium < αρχ. γυμνάσιον `σωματική άσκηση, τόπος γυμναστικής, που ανήκει σε σχολείο φιλοσοφίας (από τον τόπο συγκέντρωσης)΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνασιοκόριτσο το [jimnasiokóritso] Ο41 : μαθήτρια γυμνασίου, κορίτσι που φοιτά στο γυμνάσιο.

[γυμνάσι(ο) -ο- + κορίτσ(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμνασιόπαιδο το [jimnasiópeδo] Ο41 : μαθητής γυμνασίου, αγόρι που φοιτά στο γυμνάσιο. || (πληθ.) αγόρια και κορίτσια που φοιτούν στο γυμνάσιο.

[γυμνάσι(ο) -ο- + παιδ(ί) -ο, κατά το λόγ. γυμνασιόπαις (παις = παιδί)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γύμνασμα το [jímnazma] Ο49 : άσκηση σωματική ή συνηθέστερα πνευματική και καλλιτεχνική: Aκροβατικά γυμνάσματα. Mουσικά / πνευματικά γυμνάσματα.

[λόγ. < αρχ. γύμνασμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυμναστήριο το [jimnastírio] Ο40 : ανοιχτός ή κλειστός χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για γυμναστικές ασκήσεις ή αθλοπαιδιές: Tρεις φορές τη βδομάδα πηγαίνει στο ~.

[λόγ. < ελνστ. γυμναστήριον]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες