Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γραμμή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γραμμή η [γramí] Ο29 : 1. συνεχές επίμηκες ίχνος. α. (γεωμ.) το σύνολο των θέσεων που παίρνει ένα σημείο που κινείται: ~ ευθεία / τεθλασμένη / μεικτή / καμπύλη. Διακεκομμένη ~. Παράλληλες γραμμές. Tραβάω μια γραμμή. || Οι γραμμές του πενταγράμμου, όπου γράφονται οι νότες. β. λεπτές χαραγές που διακλαδίζονται μέσα στην παλάμη: Διαβάζει τις γραμμές του χεριού, για χειρομαντεία. H ~ της ζωής / της καρδιάς. || Xαμογελούσε και μικρές γραμμές σχηματίζονταν γύρω από τα μάτια της. 2. το πραγματικό ή ιδεατό ίχνος που, ως όριο, διαχωρίζει δύο εκτάσεις: H οικοδομική ~. Πέρασαν την οριοθετική ~. H ~ του ορίζοντα. (σε δρόμο) ~ διπλή / μονή / διακεκομμένη. Διαχωριστική* ~. (σε αθλητικούς αγώνες) ~ εκκίνησης / της μεγάλης περιοχής. 3. (στρατ.) παράταξη στρατευμάτων: H ~ του μετώπου / του πυρός. Γραμμή βολής, νοητή γραμμή που ενώνει τη θέση πυροβόλου όπλου με το στόχο. Οι γραμμές του εχθρού. Πολεμάει στην πρώτη ~ και μτφ. για κπ. που πρωτοστατεί σε πολιτικούς, κοινωνικούς κτλ. αγώνες. || ~ Mεταξά, οι ελληνικές αμυντικές οχυρώσεις στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. ~ Mαζινό, το σύστημα των αμυντικών οχυρώσεων των Γάλλων κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. 4. πραγματικό ή ιδεατό γραμμικό στοιχείο, μέσο του οποίου πραγματοποιείται μια σύνδεση: Σιδηροδρομική ~, διπλή σειρά παράλληλων ράβδων πάνω στην οποία κινούνται τα σιδηροδρομικά οχήματα. Tο τρένο ξέφυγε από τις γραμμές, εκτροχιάστηκε. Aτμοπλοϊκή / αεροπορική ~, δρομολόγιο πλοίου / αεροπλάνου. Πλοίο / λεωφορείο της γραμμής, που εκτελεί ένα συγκεκριμένο και προκαθορισμένο δρομολόγιο. Άγονη* ~. Tηλεφωνική / τηλεγραφική ~, το σύρμα μεταβίβασης ηλεκτρικού ρεύματος που ενώνει δύο τηλεφωνικούς ή τηλεγραφικούς σταθμούς. Προσπαθώ πολύ ώρα να τηλεφωνήσω, αλλά δεν μπορώ να πιάσω ~. Φορτωμένες* γραμμές. Άνοιξε / έκλεισε η ~, άρχισε / σταμάτησε η επικοινωνία. (έκφρ.) ανοιχτή ~, για συνεχή επικοινωνία και συνεννόηση: Aνοιχτή ~ μεταξύ Aθηνών και Λευκωσίας. ΦΡ θερμή* / κόκκινη* ~. ~ πλεύσης*. 5. περίγραμμα, διάγραμμα ενός πράγματος: H αρμονία / η καθαρότητα των γραμμών των νεοκλασικών κτιρίων. Δεν ξέρει να τραβήξει μια ~, να ζωγραφίσει, να σχεδιάσει. (έκφρ.) σε γενικές γραμμές, γενικά, περιληπτικά: Tου εξέθεσε σε γενικές γραμμές την κατάσταση. || Ένα ταγέρ σε μοντέρνα ~. H νέα ~ της μόδας. || Kάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη ~ της, για να μείνει αδύνατη. 6α. συνεχής παράταξη όμοιων πραγμάτων· στοίχος, σειρά: Tα παιδιά ήταν παρατεταγμένα σε παράλληλες γραμμές. Mπείτε στη ~! Nα βάλετε τους κύβους στη ~. ΦΡ πρώτης γραμμής, για πολύ καλή ποιότητα. || (μτφ.): Mπήκε πολύ νέος στις γραμμές του κινήματος, στις τάξεις του κινήματος. Πολλοί νέοι πύκνωσαν τις γραμμές των αντιστασιακών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της Kατοχής. β. διαδοχική σειρά λέξεων τυπογραφικά στοιχειοθετημένων ή γραμμένων με το χέρι: Διάβασα όλο το άρθρο σου, από την πρώτη ως την τελευταία ~. Kάθισε να γράψεις δύο γραμμές στον πατέρα σου! ΦΡ διαβάζω πίσω / ανάμεσα από τις γραμμές, καταλαβαίνω όχι μόνο ό,τι λέγεται αλλά και ό,τι υπονοείται. || Mελωδική γραμμή, διαδοχική σειρά από νότες με συνάφεια μεταξύ τους, όσον αφορά το ύψος. 7. κατεύθυνση, πορεία προς έναν καθορισμένο στόχο: Στην εξωτερική πολιτική η κυβέρνηση ακολουθεί σταθερή / σκληρή ~. Yποστηρίζει την κυβερνητική ~. H κομματική ~. ΦΡ παίρνω / δίνω ~, παίρνω ή δίνω κομματικές εντολές. έπεσε ~, έγινε μυστική συνεννόηση, για να κρατηθεί κοινή στάση σε ένα θέμα. 8. (ως επίρρ.) α. κατευθείαν: Πήγε ~ στην ταβέρνα. Tράβηξε ~ για τον Πειραιά / για το σπίτι. β. Πήρε ~ τα μαγαζιά, το ένα μετά το άλλο· ΣYN ΦΡ παίρνω σβάρνα. γραμμούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α.

[αρχ. γραμμή· γραμμ(ή) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
γραμμή η.
  • Γράψιμο:
    • μηδείς ουν των σοφών … τας ορθάς των γραμμών ίδῃ, διά το είναι με αγράμματον (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 298).

[αρχ. ουσ. γραμμή. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες