Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνόφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γνόφος ο.
  • α) Σκοτεινιά, μαυρίλα:
    • (Πουλολ. 553
  • β) θύελλα, καταιγίδα:
    • (Ιστ. Ηπείρ. XXXIX 6).

[αρχ. ουσ. γνόφος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες