Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκύς
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκύς, επίθ.· θηλ. γλυκέα· πληθ. ουδ. γλυκία· γλυκιά.
– Βλ. και γλυκός.
  • 1)
    • α) Γλυκός στη γεύση:
      • κρασίν γλυκύν (Προδρ. IV 332
    • β) (προκ. για νερό) που έχει ευχάριστη γεύση, δροσερός:
      • (Ερωφ. Β´ 317
    • γ) (προκ. για πηγή) που αναβρύζει νερό ευφρόσυνο:
      • (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 87).
  • 2)
    • α) Γλυκός, ευχάριστος στην ακοή:
      • ετραγώδει με ήχον πολλά γλυκύν (Διγ. Άνδρ. 4035
    • β) (προκ. για φλογέρα) γλυκόηχος:
      • (Πανώρ. Β´ 521
    • γ) (προκ. για όνομα) που ακούγεται γλυκά, ευχάριστα:
      • (Πανώρ. Γ´ 560).
  • 3) Γλυκός στην όψη:
    • το πρόσωπόν σου το γλυκύν εκατεφλόγισέ με (Ερωτοπ. 118).
  • 4)
    • α) Που προκαλεί ευχαρίστηση:
      • γλυκύ μαντάτο (Φαλιέρ., Ιστ. 55
    • β) (προκ. για ύπνο, θάνατο) γλυκός, γαλήνιος:
      • (Ιμπ. 541), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [365]
    • γ) (προκ. για καιρό) αίθριος:
      • (Ερωτόκρ. Ε´ 1503
    • δ) (προκ. για τον αέρα) απαλός:
      • (Λίμπον. 215
    • ε) (προκ. για τον κόσμο) όμορφος, γοητευτικός:
      • (Περί ξεν. 211).
  • 5) Ηδονικός:
    • λιποθύμημα γλυκύ (Καλλίμ. 1969).
  • 6) (Προκ. για πρόσωπο) αγαπητός, προσφιλής:
    • γλυκύτατε υιέ μου (Φλώρ. 222).
  • 7)
    • α) Προσηνής, καλοσυνάτος:
      • γλυκύς εις συντυχίαν (Διγ. Z 1537
    • β) πράος, ήπιος:
      • μηδέ πικρός και ρίξουν σε, μηδέ γλυκύς και φαν σε (Ιστ. Βλαχ. 1619
    • γ) στοργικός:
      • εσένα έχομεν Θεόν, εσέν γλυκύν πατέρα (Ιστ. Βλαχ. 2601
    • δ) τρυφερός:
      • γλυκιά κανάκια (Ζήν. Β´ 21
    • ε) (προκ. για λόγια) μειλίχιος:
      • (Κορων., Μπούας 8).
  • 8) (Προκ. για γνώμη) συνετός, φρόνιμος:
    • (Χρον. Μορ. P 3445).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Γλυκό κρασί:
      • το γλυκύν εις το … μουχρούτιν (Προδρ. III 134).
    • 2) Ευχαρίστηση, ευτυχία:
      • Έρως να ποίσει το γλυκύν να γυριστεί εις φαρμάκι (Λίβ. Esc. 917).
    • 3)
      • α) Γλυκός, καλός τρόπος συμπεριφοράς:
        • να τουσε φέρεις εις καλόν … με το γλυκύ (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 608
      • β) καλός λόγος:
        • είναι πολλοί … πὄχου στο στόμα το γλυκύ (Ερωτόκρ. Γ´ 142).
    • 4) Ευχάριστη κατάσταση:
      • εις τα γλυκιά του ύπνου (Ερωτόκρ. Δ´ 975).
    • 5) Εξάνθημα, σπυρί:
      • Προς τα λεγόμενα γλυκέα, τά γίνονται εις την κεφαλήν (Σταφ., Ιατροσ. 7180).
    • 6) Φρ. θρέφω με γλυκιά = καλοπιάνω:
      • (Φαλιέρ., Ρίμ. 315).
  • Το ουδ. (ύ και ύν) ως τοπων.:
    • (Χρον. Μορ. H 8070).

[αρχ. επίθ. γλυκύς. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυκύς -ιά -ύ [γlikís] Ε7 : γλυκός: ~ βραστός, για ελληνικό καφέ με πολλή ζάχαρη.

[λόγ. < αρχ. γλυκύς]

[Λεξικό Κριαρά]
γλυκυσία η.
  • Το φυτό παιωνία η φαρμακευτική:
    • (Ιατροσόφ. 7010).

[<ουσ. γλυκυσίδα (Φυτολ. κείμ. 9140) <αρχ. ουσ. γλυκυσίδη· πβ. LBG, λ. γλυκυσίδιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες