Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλαφυρός -ή -ό [γlafirós] Ε1 : για γραπτό ή προφορικό λόγο, ο παραστατικός, ο αβίαστος, ο κομψός και χαριτωμένος: Γλαφυρή περιγραφή. ~ συγγραφέας. Γλαφυρό ύφος.
γλαφυρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. γλαφυρός, αρχ. σημ.: `καλογυαλισμένος΄]