Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γεύω.
-
- Προσφέρω γεύμα:
- Μάρθα, καλείς τον δάσκαλον ως δύνασαι να γέψεις (Σκλέντζα, Ποιήμ. 181).
[αρχ. γεύω. Βλ. και γεύομαι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Προσφέρω γεύμα: