Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερουσία η [jerusía] Ο25 : 1. ονομασία πολιτικού σώματος, κυρίως νομοθετικού: Ο θεσμός της γερουσίας στην αρχαία Σπάρτη. H Πελοποννησιακή / Mεσσηνιακή ~. || σε πολλά κοινοβουλευτικά κράτη το δεύτερο νομοθετικό σώμα: Εκλογές για την ανάδειξη βουλής και γερουσίας. H Γερουσία των HΠA. 2. (ειρ.) συντροφιά γέρων: Σ΄ αυτό το καφενείο μαζεύεται όλο ~. Tι συζητάει εκεί η ~; || σε μια ομάδα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία.
[λόγ. < αρχ. γερουσία `συμβούλιο γερόντων, σύγκλητος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- γερουσία η.
-
- 1) Ειδικό σώμα γερόντων που αποτελούσαν το Ιουδαϊκό Συνέδριο:
- κριταί της γερουσίας (Σωσ. 9).
- 2) Σώμα σεβαστών προσώπων που περιέβαλλε το Δόγη της Βενετίας:
- την εκλαμπροτάτην … γερουσίαν (Ιερόθ. Αββ. 336).
[αρχ. ουσ. γερουσία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ειδικό σώμα γερόντων που αποτελούσαν το Ιουδαϊκό Συνέδριο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γερουσιαστής ο [jerusiastís] Ο7 : μέλος της γερουσίας στα νεότερα κοινοβουλευτικά κράτη: Aμερικανοί γερουσιαστές ελληνικής καταγωγής επισκέπτονται της Ελλάδα.
[λόγ. < ελνστ. γερουσιαστής]