Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαμβρός ο· γαβρός· γαμπρός· γαπρός.
-
- 1) Ο σύζυγος κόρης ή αδελφής:
- (Τρωικά 52914), (Διγ. Esc. 589).
- 2) «Νυμφίος»:
- ελογαριάζανε χαρές κι ωσάν γαμπροί να μπούνε (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4238).
[αρχ. ουσ. γαμβρός. Ο τ. ‑μπρός στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Ο σύζυγος κόρης ή αδελφής: