Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαγγραινώδης -ης -ες [γaŋgrenóδis] Ε11 : (ιατρ.) που μοιάζει με γάγγραινα ή που προέρχεται από γάγγραινα: Γαγγραινώδες έλκος / απόστημα.
[λόγ. < αρχ. γαγγραινώδης]