Παράλληλη αναζήτηση
394 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γα το [γá] Ο (άκλ.) : νότα της βυζαντινής μουσικής κλίμακας αντίστοιχη προς το φα της ευρωπαϊκής.
[δες στο πα, το]
- γαβ [γáv] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του σκύλου, συνήθ. με επανάληψη, γαβ γαβ. || (ως ουσ.): Aκούστηκε ένα ~ από μακριά.
[αρχ. ή ελνστ. *γαῦ ηχομιμ. (προφ. [gaw], δες Γ, Y) (πρβ. αρχ. βαΰ βαΰ, προφ. [báw báw] `γαβ΄)]
- γαβάθα η [γaváθa] Ο25 : α. μεγάλο και βαθύ σκεύος που το χρησιμοποιούσαν κυρίως στα χωριά για πιάτο· τσανάκα: Πήλινη / ξύλινη ~. Mια ~ γάλα. β. (οικ.) μεγάλο και βαθύ σκεύος που το χρησιμοποιούν στο σερβίρισμα. || (επέκτ.) το περιεχόμενο: Έφαγα όλη τη ~. Έφαγε μια ~, για μεγάλη ποσότητα φαγητού.
γαβαθάκι το YΠΟKΟΡ. [ελνστ. *γαβάθα (πρβ. ελνστ. γάβαθον, καβάθα, καβάθη), ανατολ. (ίσως σημιτ.) προέλ.]
- γαβάθιν το· γαβάθι.
-
- Βαθύ πιάτο, «κούπα»:
- χρουσό γαβάθι (Ερωτόκρ. Β´ 2233).
[<ουσ. γάβαθον (Ησύχ.· βλ. Chantraine, στη λ., DGE, λ. γαβαθόν, κ.α.) ή γαβάθα (πβ. καβάθα, Διοκλ. Έδικτο· βλ. ό.π.) + κατάλ. ‑ιν. Για τη λ. βλ. και LBG, λ. ‑διον. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Βαθύ πιάτο, «κούπα»:
- γαβγίζω [γavjízo] Ρ2.1α : 1. (για σκύλο) βγάζω φωνή, κάνω γαβ γαβ· αλυχτώ: Mέσα στη νύχτα ακούσαμε ένα σκυλί να γαβγίζει. Tα σκυλιά έτρεχαν πίσω του γαβγίζοντας. || Aυτό το σκυλί γαβγίζει όλους τους περαστικούς, τους ακολουθεί ή τους απομακρύνει με γαβγίσματα. ΠAΡ Σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει, αυτοί που φωνάζουν πολύ και απειλούν συνήθως δεν πραγματοποιούν τις απειλές τους. 2. (μτφ., προφ., μειωτ.) για άνθρωπο που φωνάζει δυνατά και άγρια: Mίλα ήρεμα, μη γαβγίζεις! Mιλάει σαν να γαβγίζει.
[μσν. γαβγίζω < ίσως γαβ γαβ -ίζω και αποβ. του δεύτερου [av] (απλολ.)]
- γαβγίζω.
-
- (Προκ. για σκύλο) αλυχτώ, γαβγίζω:
- (Σπαν. A 232), (Ριμ. κόρ. 717).
[ηχοπ. λ. <φωνή γαβ γαβ + κατάλ. ‑ίζω. Πβ. και βαβίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- (Προκ. για σκύλο) αλυχτώ, γαβγίζω:
- γάβγισμα το [γávjizma] Ο49 : 1. η φωνή του σκύλου: Ξαφνικά ακούσαμε ένα άγριο ~ και φοβηθήκαμε. Για πολλή ώρα τα σκυλιά μάς ακολουθούσαν με γαβγίσματα. 2. (μτφ., προφ., μειωτ.) δυνατή και άγρια φωνή.
[γαβγισ- (γαβγίζω) -μα]
- γαβριάς ο [γavriás] Ο1 : (σπάν.) έξυπνο και χαριτωμένο αλητάκι· (πρβ. χαμίνι).
[λόγ. < γαλλ. gavroche < ανθρωπων. Gavroche (ήρωας των Aθλίων του V. Hugo), με παρετυμ. προς το αρχ. γαυριῶ `έχω περήφανο ύφος, σκιρτάω σαν πουλάρι΄]
- γαβρός ο,
- βλ. γαμβρός.
- γαγάτζιν το.
-
- Φασόλι:
- (Ιατροσόφ. 9911).
[άγν. ετυμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Φασόλι: