Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γέεννα η.
-
- Τόπος της μελλοντικής τιμωρίας των αμαρτωλών, η κόλαση:
- εγινήκασιν υιοί πυρός γεέννης (Ιστ. Βλαχ. 2539).
[μτγν. ουσ. γέεννα]
- Τόπος της μελλοντικής τιμωρίας των αμαρτωλών, η κόλαση: