Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βόας ο [vóas] Ο3 : ονομασία μεγάλων φιδιών της N. Aμερικής. || ~ σφιγκτήρας, είδος που ζει στη Bραζιλία.
[λόγ. < αγγλ. boa -ς (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βοασμός ο· βουασμός.
-
- 1) Βουητό:
- (Πουλολ. 554).
- 2) Κράξιμο (κόρακα):
- (Γλυκά, Στ. 62).
[<αόρ. του βοάζω + κατάλ. ‑μός. Η λ. πιθ. τον 9. αι. (LBG) και στο Du Cange]
- 1) Βουητό: