Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βωξίτης ο [voksítis] Ο10 : ιζηματογενές συμπαγές πέτρωμα κιτρινόλευκου χρώματος, από το οποίο παράγεται η αλουμίνα.
[λόγ. < γαλλ. baux(ite) -ίτης (ορθογρ. δαν.)]