Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυ
63 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βύζαγμα το [vízaγma] Ο49 : (οικ.) 1α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυζαίνω· θηλασμός: Tο ~ του μωρού. β. ρούφηγμα με τα χείλια· πιπίλισμα: Tο ~ του δάχτυλου / της πιπίλας. 2. (μτφ.) συστηματική απόσπαση χρημάτων και γενικότερα ωφελημάτων, κερδών από κπ. (συνήθ. με επιλήψιμο τρόπο)· άρμεγμα.

[βυζακ- (βυζαίνω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυζαίνω [vizéno] -ομαι Ρ αόρ. βύζαξα, απαρέμφ. βυζάξει, παθ. αόρ. βυζάχτηκα, απαρέμφ. βυζαχτεί : (οικ.) 1α. (για βρέφη και νεογνά θηλαστικών) θηλάζω: Tο μωρό κλαίει, γιατί ήρθε η ώρα του να βυζάξει. Tα νεογέννητα σκυλάκια βυζαίνουν αχόρταγα. || βρίσκομαι σε περίοδο θηλασμού: Aκόμα βυζαίνει το μωρό σου; β. (μτφ.) ανατρέφομαι, γαλουχούμαι: H γενιά του ΄21 βύζαξε το γάλα της Ελευθερίας. 2. (για μητέρα) τρέφω με το γάλα μου ένα παιδί ή ένα νεογέννητο ζώο· θηλάζω: Tο βυζαίνεις και τη νύχτα το μωρό; H γάτα μας δε βυζαίνει τα μικρά της. 3. ρουφώ με το στόμα, με τα χείλη: α. το χυμό από κτ. φαγώσιμο: Οι μέλισσες βυζαίνουν τα άνθη των λουλουδιών. β. κτ. μη φαγώσιμο· πιπιλίζω: Bυζαίνει το δάχτυλό του / την πιπίλα. 4. (μτφ.) αποσπώ συστηματικά (και συνήθ. με επιλήψιμο τρόπο) από κπ. οφέλη, κέρδη, συνήθ. χρήματα· αρμέγω: Bυζαίνει την κληρονομιά του πατέρα του.

[μσν. βυζ(άνω) μεταπλ. -αίνω < βυζ(ίν) -άνω αναλ. προς άλλα ρ. σε -άνω, π.χ. βλαστάνω, λαμβάνω]

[Λεξικό Κριαρά]
βυζάκα η,
βλ. βιζάκα.
[Λεξικό Κριαρά]
βυζάκι το.
  • Μαστός (θωπευτ.):
    • (Πανώρ. Α´ 81).

[<ουσ. βυζί + κατάλ. άκι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βυζανάρικο το.
  • Το παιδί που θηλάζει, βρέφος:
    • (Πεντ. Δευτ. XXXII 25).

[ουδ. του επιθ. *βυζανάρης ως ουσ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βυζανιάρης, επίθ.· ουδ. βυζανιάρικο.
  • Που θηλάζει:
    • μικρά παιδιά βυζανιάρικα (Διήγ. πανωφ. 56).

[<βυζάνω + κατάλ. ιάρης. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυζανιάρικο το [vizanáriko] Ο41 : 1. βρέφος ή μικρό ζώο που βρίσκεται σε ηλικία θηλασμού. 2. (σκωπτ., για πρόσ.) μικρός σε ηλικία, άπειρος: Είσαι ακόμα ~, τι θες με τους μεγάλους;

[βυζαν- (βυζαίνω) -ιάρικο, ουδ. του -ιάρης]

[Λεξικό Κριαρά]
βυζάντιν το· πεζάντιν.
  • 1) Ονομασία στη Δύση του βυζαντινού νομίσματος και του υπερπύρου ή και άλλων χρυσών νομισμάτων της Ανατολής (Λιάτα 1996: 14, 126):
    • χιλιάδες δυο πεζάντια νικά τον καστελλάνον (Φλώρ. 1442).
  • 2) Χρυσό νόμισμα του φραγκικού κράτους της Κύπρου:
    • το δουκάτον έξαζεν β(υζάντια) β´ (Μαχ. 3247).

[<μεσν. λατ. bysantius (Du Cange, Lat.) - ιταλ. bisante (DEI). Ο τ. <γαλλ. besant - ισπαν. besante· απ. και στο Livre rem. 26, 41]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυζαντινισμός ο [vizandinizmós] Ο17 : η σχολαστική συζήτηση ή ενασχόληση με θέματα επουσιώδη και χωρίς πρακτική αξία· η προσήλωση στον τύπο και στη λεπτομέρεια, η έλλειψη πρακτικού και σύγχρονου πνεύματος.

[λόγ. < γαλλ. byzantinisme < byzantin = βυζαντιν(ός) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βυζαντινολογία η [vizandinolojía] Ο25 : 1. κλάδος επιστήμης που ασχολείται με την ιστορία και τον πολιτισμό των Bυζαντινών. 2. ο βυζαντινισμός: Aυτά που λες, είναι βυζαντινολογίες χωρίς ουσία.

[λόγ.: 1: βυζαντινο(λόγος) -λογία· 2: κατά τη σημ. της λ. βυζαντινισμός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες