Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βρώσις ‑ση η.
-
- 1)
- α) Τροφή, φαγητό:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47222)·
- (σε μεταφ.):
- τση ερωτιάς τη βρώση (Στάθ. Α´ 132)·
- τση τιμής η βρώση (Ερωτόκρ. Δ´ 556)·
- τση μάθησης η βρώσις (Ερωτόκρ. Α´ 25)·
- β) (προκ. για τον άρτο της Θείας Κοινωνίας):
- την ζωηφόρον βρώσιν (Ιστ. Βλαχ. 1707).
- α) Τροφή, φαγητό:
- 2) Προσφάγι:
- με ψωμί και βρώση (Βοσκοπ. 126).
[αρχ. ουσ. βρώσις. Η λ. (‑ση) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)