Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βραχίων ο· βραχίονας· βραχιόνας.
-
- 1) Μπράτσο:
- με τον βραχιόνα σου και τον δικόν μου εμένα κάθισμα να της κάμομε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1503]).
- 2) Βράχος:
- βραχίονας ήτον θάλασσας (Πολ. Τρωάδ. 616).
[αρχ. ουσ. βραχίων. Ο τ. ‑ίονας και σήμ.]
- 1) Μπράτσο: