Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βρίθω [vríθo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) έχω κτ. σε μεγάλη ποσότητα, είμαι γεμάτος από κτ.: Tο βιβλίο βρίθει λαθών / από λάθη.
[λόγ. < αρχ. βρίθω]