Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βους ο· βόος.
-
- 1) Βόδι:
- (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1003).
- 2) Ο αστερισμός του Ταύρου (βλ. L‑S, στη λ. VI):
- εθώριε τον επουράνιον βόον (Θησ. Ζ´ [1007] (πβ. Teseida VII 947 celeste bue).)>
[αρχ. ουσ. βους. Για τον τ. πβ. ιδιωμ. βος (ΙΛ, λ. βους). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Βόδι:
[Λεξικό Κριαρά]
- βούσγα η.
-
- Πρόλοβος πτηνού, γούλα:
- να βγάλει την βούσγα του με το φτερό της και να δείξει αυτήν σιμά στο θεσιαστήρι (Πεντ. Λευιτ. I 16 (έκδ. βούζγα).)>
[πιθ. σχετ. με το ουσ. φούσκα (Hesseling, Πεντ., σ. ΧΧ) ή με το θ. βουζ‑/βυζ‑ (Στεφανίδης, Αθ. 40, 1928, 203) ή με το μεσν. λατ. geusiae «λαιμός, λαρύγγι» (REW 3750)· πβ. ιδιωμ. γάζγα «προστόμαχος πουλιών» (Ίμβρος· Τσουδερός 1969: 136)]
- Πρόλοβος πτηνού, γούλα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουστάσιο το [vustásio] Ο42 : οργανωμένος στάβλος βοοειδών.
[λόγ. < ελνστ. βουστάσιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουστροφηδόν [vustrofiδón] επίρρ. : γραφή ~, αρχαίος τρόπος γραφής από τα δεξιά προς τα αριστερά, και από τα αριστερά προς τα δεξιά εναλλάξ.
[λόγ. < ελνστ. βουστροφηδόν]